3 Ιαν 2016

Περί δημοσιογραφικής αντικειμενικότητας - Μέρος 1ο

Πίνακας του Rob Gonsalves
Του Παύλου Κιρκασίδη

Έχει μεγάλη πλάκα όταν επιχειρείς να υιοθετήσεις όρους τους οποίους προηγουμένως δεν έχεις καταφέρει καν να ορίσεις έστω και μέσα σε ένα πλαίσιο σχετικότητας. Κι έχει ακόμη μεγαλύτερη όταν, όχι απλώς τους υιοθετείς αλλά τους εντάσσεις σε ένα περιβάλλον κανόνων και ηθικής, μαζί με άλλες, εξ ίσου μη προσδιορισμένες έννοιες όπως η «αλήθεια», η «ειλικρίνεια» και άλλες χριστιανικής αισθητικής αλλά και... λειτουργικότητας, φτιάχνοντας έτσι, μονάχος σου ή μαζί με άλλους αντίστοιχα σκεπτόμενους, (ή μη σκεπτόμενους) μια «ιερά βίβλο» την οποία μάλιστα ονομάζεις και βαρύγδουπα «κώδικα δεοντολογίας».

«Η φωτιά καίει» αλλά τελικά ποιος νοιάζεται;


Aν δεχθούμε, έστω ως υπόθεση εργασίας, πως υπάρχει κάποια συγκεκριμένη αλήθεια μέσα σε ένα γεγονός και αφού έχουμε πρώτα συμφωνήσει πως, έστω σε ένα αισθητηριακό επίπεδο αντιλαμβανόμαστε όλοι τα ίδια πράγματα (πχ. «η φωτιά καίει») τότε ίσως δεν θα μπορούσαμε παρά να αναφερθούμε μόνο σε έναν «πυρήνα» τόσο στενό σχεδόν βασισμένο μόνο πάνω στη φυσική ιδιότητα της φωτιάς να καίει, κάτι το οποίο ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να αποτελεί είδηση ούτε για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ.

Αν στην ίδια φράση «η φωτιά καίει» συμπληρώσουμε «το σπίτι μιας οικογένειας» τότε αρχίζουμε να ξεφεύγουμε από την απλή αναπαραγωγή μιας αναμφισβήτητα στιβαρής αλλά και εν πολλοίς αδιάφορης ταυτόχρονα αλήθειας, δίνοντας ένα διαφορετικό περιεχόμενο στον ίδιο ενεστώτα και περιορίζοντας τη γενίκευση επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του αποδέκτη στο σπίτι μιας απολύτως συγκεκριμένης οικογένειας. Και αυτό είναι το πρώτο βήμα για την απομάκρυνσή μας από την «αντικειμενικότητα» καθώς, είναι κάτι το οποίο μπορεί να αποδειχθεί περισσότερο ή λιγότερο ακριβές, σε αντίθεση με το σκέτο «η φωτιά καίει» που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν που έχει σώας τας φρένας ή μη ηλίθιο.

Αντικειμενικότητα σε έναν κόσμο βαθιά υποκειμένων


Στο σημείο όμως αυτό ακριβώς, εκεί δηλαδή που αποφασίζουμε να εγκαταλείψουμε το σίγουρο μεν αδιάφορο δε έδαφος των φυσικών βεβαιοτήτων, ταυτόχρονα περνάμε και στο κατώφλι του ενδιαφέροντος, με την έννοια της «οικογένειας» (που «χάνει το σπίτι της από την φωτιά») ως φορέας ποικίλων φορτίων, να διεγείρει αντανακλαστικά αλλά και ενσυνείδητα συναισθήματα, αφού πλέον ο αποδέκτης αναφέρεται νοητικά σε ένα απολύτως συγκεκριμένο πλέγμα συνεπειών από αυτή την κατάσταση που ξεκινούν από το οικονομικό («η οικογένεια θα μείνει άστεγη») και μπορεί να φτάσει μέχρι το «πολιτικό» (αν πχ. η φωτιά προκλήθηκε από τα χόρτα στο διπλανό οικόπεδο «που δεν φρόντισε να καθαρίσει ο Δήμος») ή ακόμη και το περιβαλλοντικό («η φωτιά μεταδόθηκε στη διπλανή βιοτεχνία με πλαστικά με αποτέλεσμα να απελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα τοξικά αέρια».

Αν τώρα στη φράση «η φωτιά καίει το σπίτι μιας οικογένειας» συμπληρώσουμε και το «με πέντε παιδιά» τότε είναι ολοφάνερο πως πλέον η ίδια η φωτιά, αυτό δηλαδή που είχαμε αναγνωρίσει ως τον στιβαρό πυρήνα της αλήθειας, δεν έχει περάσει απλώς σε δεύτερη θέση αλλά έχει γίνει απλά «το αίτιο» μιας «τραγωδίας» με την είδηση πλέον να επικεντρώνεται σε όλο και περισσότερα στοιχεία υποκειμενικότητας.

Μα... «υποκειμενικό στοιχείο είναι μια οικογένεια με πέντε παιδιά», θα αναρωτηθεί κάποιος και απολύτως εύλογα ή σχεδόν εύλογα διότι δεν θάχει σκεφτεί ότι, πλέον η βαρύτητα του γεγονότος δεν εστιάζεται σε αυτή καθ' αυτή την πυρκαγιά αλλά στο «μέγεθος της καταστροφής» το οποίο, δόξα τω καπιταλισμώ, σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδιο για όλες τις «οικογένειες με πέντε παιδιά» αφού, οικογένεια με πέντε παιδιά μπορεί να έχει και ο τάδε εκατομμυριούχος που απλά μετά την πυρκαγιά απλώς θα επιλέξει ένα άλλο σπίτι για να στεγάσει τα κουτσούβελά του, (έχοντας τσεπώσει και τα χρήματα της ασφάλειας), οικογένεια με πέντε παιδιά μπορεί να έχει και ένας άνεργος ή ένας μεροκαματιάρης που ούτως ή άλλως ζούσε σε συνθήκες μιζέριας, τώρα θα ζήσει κυριολεκτικά στον δρόμο.

Η αντικειμενικότητα εκτός εργαστηρίου


Αν τώρα επιχειρούσαμε να αποτυπώσουμε σε ένα γράφημα που στον ένα του άξονα έχει τον βαθμό δυνατότητας αμφισβήτησης του κάθε στοιχείου («φωτιά-οικογένεια-παιδιά» και στον άλλον τον βαθμό αντίδρασης του αναγνώστη-δέκτη, δηλαδή στην ουσία τον βαθμό της (καθ' οιονδήποτε έννοιας) «συμμετοχής» του, τότε θα βλέπαμε ξεκάθαρα αυτό που διατυπώθηκε και παραπάνω πως δηλαδή, όσο περισσότερο περνάμε σε εδάφη που επιδέχονται υποκειμενικών ερμηνειών, προβολών και αξιολογήσεων, τόσο μεγαλύτερη είναι η «ανταπόκριση», τόσο περισσότερο το ίδιο γεγονός δείχνει να αφορά, όχι μόνο οριζόντια σε μέγεθος δηλαδή πλήθους αλλά και κάθετα, δηλαδή περισσότερο τον καθένα μόνο του.

Ο λόγος είναι παραπάνω από απλός για να θεωρήσει ο συγγραφέας τούτου του κειμένου πως λέει κάποιες σοφίες. Πως δηλαδή, ένα γεγονός είναι τόσο μεγάλο ή τόσο μικρό, τόσο σημαντικό ή τόσο ασήμαντο, τόσο ενδιαφέρον ή τόσο αδιάφορο, από τον βαθμό που θεωρεί/διαισθάνεται πως αυτό μπορεί να αλλάξει κάτι στον ίδιο και στον δικό του κόσμο, έστω και για τα επόμενα μόνο πέντε λεπτά της ζωής του, αφηγούμενος, ας πούμε, την ιστορία σε κάποιον διπλανό του και λέγοντας από κοινού «βρε την καημένη την οικογένεια» ή ό,τι άλλο.

Και για να μην παρεξηγηθούμε και επειδή κάποιος μπορεί να νομίσει πως εν προκειμένω... απαξιώνουμε αυτό το ενδιαφέρον του αναγνώστη όσον αφορά το ποιοτικό του μέρος, να διευκρινίσουμε πως τούτη η προσέγγιση δεν αποτελεί προσπάθεια κάποιας... ηθικής «ταξινόμησης» αλλά αντιθέτως, την διευρεύνηση της έννοιας της «αντικειμενικότητας» και το κατά πόσο αυτή χωράει τελικά στη δημοσιογραφία ή τουλάχιστον σε μια δημοσιογραφία που απευθύνεται σε πραγματικούς ανθρώπους και όχι σε αναγνώστες που βρίσκονται σε κάποιο φαντασιακό επίπεδο, για να ικανοποιήσουν έναν, είτε συντεχνιακό είτε προσωπικό επαγγελματικό ναρκισσισμό αλλά σε καμιά περίπτωση τον ίδιο τον υπαρκτό αποδέκτη της είδησης και για τον οποίο όλοι σκίζουν τα ρούχα τους πως θέλουν να υπηρετήσουν.

Με την έννοια της αλήθειας λοιπόν να μη μπορεί παρά να υπάρξει μόνο σε επίπεδο πέντε αισθήσεων (η θεωρία των κβάντα πετάει στα σκουπίδια και αυτές) και με τα αδιαμφισβήτητα να «αναγκάζονται» να παραδώσουν τη σκυτάλη σε επισφαλέστερα στοιχεία προκειμένου η είδηση να αφορά έστω και έναν αναγνώστη, δεν είναι διόλου παρακινδυνευμένο να πούμε πως από τη στιγμή που βγαίνουμε από συνθήκες εργαστηρίου η αντικειμενικότητα καν δεν υφίσταται ως έννοια.

Αν όμως η αντικειμενικότητα δεν υφίσταται τότε, μιλώντας για «αντικειμενική δημοσιογραφία» σε τι ακριβώς αναφερόμαστε; Και ακόμη... χειρότερα, ποιο είναι εκείνο το κριτήριο που θα μας έκανε να εμπιστευτούμε λιγότερο ή περισσότερο έναν οποιοδήποτε διαχειριστή-φορέα της είδησης;

ΣΣ: Στο συγκεκριμένο άρθρο δεν αναφερόμαστε καν στους εξώφθαλμα εξωνημένους μιντιάρχες και δημοσιογραφούντες καθώς, ούτως ή άλλως, αυτοί έχουν απωλέσει οποιαδήποτε έξωθεν μαρτυρία και ως εκ τούτου, δεν αποτελούν πλέον κανένα κίνδυνο παρά μόνον στο βαθμό της δυνατότητας που ακόμη διατηρούν να διαχειρίζονται μάζες εκατομμυρίων ηλιθίων, οι οποίοι ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν θα έμπαιναν σε μια διαδικασία ανάγνωσης ενός κειμένου με ...τόσο πολλές λέξεις,  πολλώ δε μάλλον και να το... κατανοήσουν.

Θα παραμείνουμε σε εκείνους που εμφανίζονται να έχουν «καλές δημοσιογραφικές προθέσεις» και θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε το κατά πόσο αυτές είναι ικανές να στρώσουν το κόκκινο χαλί της ενημέρωσης του αύριο ή, να μας οδηγήσουν στη νέα μιντιακή κόλαση, επιβεβαιώνοντας έτσι και τη γνωστή ρήση του κυνικού Σκώτου λογοτέχνη, Walter Scott.

Δεν υπάρχουν σχόλια: